Η μινωική Ζάκρος Σητείας βρίσκεται στο ΝΑ άκρο της Κρήτης. Ερευνήθηκε αρχαιολογικά για πρώτη φορά, από τον Βρετανό David Hogarth το 1901. Ο τελευταίος έφερε στο φως ένα αριθμό κτηρίων με μεγαλιθικές προσόψεις, που ανήκαν σε ένα οικισμό, στραμμένο φανερά προς τη θάλασσα. Ο όρμος της Ζάκρου, ακόμα και σήμερα, αποτελεί ένα από τα πιο ασφαλή αγκυροβόλια στο τμήμα αυτό της Κρήτης, χαρακτηριστικό που οδήγησε και στην ακμή της παράκτιας εγκατάστασης κατά τους προϊστορικούς χρόνους.
Κατά την περίοδο 1961-1990, ο Νικόλαος Πλάτων, ανέσκαψε συστηματικά τη θέση, αποκαλύπτοντας μεγάλο τμήμα μιας μεγάλης και πυκνοδομημένης προϊστορικής πόλης και, στο κέντρο της όλης εγκατάστασης, ένα -μικρό μεν αλλά πλουσιότατο- μινωικό ανάκτορο. Το τελευταίο βρέθηκε ασύλητο, σχεδόν απείραχτο από τη στιγμή της ξαφνική καταστροφής του (περί τα μέσα του 15ου αιώνα π. Χ.). H μινωική πόλη περιλάμβανε μεγάλα, κατά το πλείστον διώροφα -και επίσης πλούσια- σπίτια.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της μινωικής εγκατάστασης, με μία οικονομία που όφειλε την ακμή της στο θαλάσσιο εμπόριο (σημαντικά εμπορεύσιμα είδη και πολύτιμες ύλες προερχόμενα από την Ανατολή βρέθηκαν αποθηκευμένα μέσα στο ανακτορικό συγκρότημα), συνδέεται άρρηκτα με τη μεγάλη οικονομική ισχύ του μινωικού πολιτισμού σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, κατά το πρώτο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Το ασφαλές μινωικό λιμάνι της Ζάκρου φαίνεται ότι αποτελούσε, κυρίως κατά τη Νεοανακτορική περίοδο, μία από τις κυριότερες «πύλες εισόδου και εξόδου» πρώτων υλών, πολυτελών αντικειμένων, αλλά και αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη μελέτη των χιλιάδων κινητών ευρημάτων της θέσης. Τα τελευταία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τελετουργικά αντικείμενα και θρησκευτικά σύμβολα από σπάνια ή και εισαγόμενα υλικά, μεγάλο αριθμό πήλινων αποθηκευτικών, μεταφορικών, μαγειρικών και επιτραπέζιων αγγείων, πολλά από τα οποία είναι εξαιρετικής τέχνης, χάλκινα σκέυη και εργαλεία και γραπτές αναφορές (στη Γραμμική Α γραφή) των εισαγωγών και εξαγωγών, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον στο ανακτορικό συγκρότημα.
Από το 1990 και εξής, μία μεγάλη επιστημονική ομάδα, αποτελούμενη από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, αλλά και φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, ασχολείται με τη συμπληρωματική συντήρηση, καταγραφή και μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και κινητών ευρημάτων, με σκοπό την πλήρη επιστημονική δημοσίευση των πορισμάτων της ανασκαφής στη Ζάκρο. Πιο συγκεκριμένα, οι εργασίες στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος περιλαμβάνουν τη λεπτομερή καταγραφή, σχεδίαση και φωτογράφηση των κινητών ευρημάτων, τη συντήρηση ή και πλήρη αποκατάσταση ενός μεγάλου αριθμού από αυτά, τη νέα αποτύπωση και φωτογράφηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της θέσης και τη μελέτη όλων των παραπάνω κατά ενότητες με τη βοήθεια του υπάρχοντος πλουσιότατου αρχειακού υλικού (ανασκαφικών ημερολογίων, σχεδίων και φωτογραφιών).
Η σημασία του «Προγράμματος Συντήρησης και Δημοσίευσης Ευρημάτων Ζάκρου» είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Αυτός είναι ο λόγος που το πρόγραμμα έχει υποστηριχθεί οικονομικά -μέχρι σήμερα και επί σειρά ετών- από διάφορα ιδρύματα, όπως το Ινστιτούτο για την Αιγαιακή Προϊστορία (INSTAP), η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Ίδρυμα Ψύχα και το Κοινωφελές Ίδρυμα Αιγέας.